- αντακοντίζω
- ἀντακοντίζω (Α)εκτοξεύω κάτι εναντίον αντιπάλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντακοντίζοντες — ἀντακοντίζω hurl against in return pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek